διαθρέψῃ

διαθρέψῃ
διατρέφω
breed up
aor subj mid 2nd sg
διατρέφω
breed up
aor subj act 3rd sg
διατρέφω
breed up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάθρεψη — η (AM διάθρεψις, εως) [διατρέφω] 1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο 2. το αποτέλεσμα τής θρέψης 3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή …   Dictionary of Greek

  • διαθρεπτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη διάθρεψη 2. αυτός που συντελεί στη διάθρεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διάθρεψις. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση — η (AM διατήρησις) [διατηρώ] 1. διαφύλαξη, συντήρηση, διάσωση από τη φθορά 2. διάθρεψη, διατροφή 3. παραμονή στην ίδια κατάσταση χωρίς μεταβολές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”